Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐήνεμος
εὐήνιος
εὐηνορία
εὐήνυτος
εὐήνωρ
εὐηπελής
εὐηπελία
εὐήρατος
εὐήρεια
εὐήρετμος
εὐηρημένοι
εὐήρης
εὐήροτος
εὐήρυτος
εὐήτριος
εὐήτριος
εὐηφενέω
εὐηφενής
εὐήχεια
εὐηχέομαι
εὐηχής
View word page
εὐηρημένοι
εὐηρημένοι· τετορυνημένοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐηρημένοι
Headword (normalized):
εὐηρημένοι
Headword (normalized/stripped):
ευηρημενοι
IDX:
43924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐηρημένοι·</span> <span class="foreign greek">τετορυνημένοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}