Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐεργός
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέριος
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὔερος
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐετία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
εὐεφόδευτος
εὐέφοδος
View word page
εὔερος
εὔερος, ον, Att. form of εὔειρος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔερος
Headword (normalized):
εὔερος
Headword (normalized/stripped):
ευερος
IDX:
43856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Att. form of <span class="foreign greek">εὔειρος</span> (q. v.).</div><br><br>'}