Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητικός
εὐεργετία
εὐεργετικός
εὐέργετις
εὐεργέω
εὐέργημα
εὐεργής
εὐεργία
εὐεργός
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέριος
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐέρκτης
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
View word page
εὐεργία
εὐεργ-ία· τορύνη, εὐπιστία, Hsch. (cf. ἐόργη and εὐοργία).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐεργία
Headword (normalized):
εὐεργία
Headword (normalized/stripped):
ευεργια
IDX:
43845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43846
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐεργ-ία·</span> <span class="foreign greek">τορύνη, εὐπιστία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ἐόργη</span> and <span class="foreign greek">εὐοργία</span>).</div><br><br>'}