Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐεπίτακτος
εὐεπίτευκτος
εὐεπιτήδευμα
εὐεπιφορία
εὐεπίφορος
εὐεπιχείρητος
εὐεπίψογος
εὐέργεια
εὐεργεσία
Εὐεργέσια
εὐεργέτεια
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητικός
εὐεργετία
εὐεργετικός
εὐέργετις
εὐεργέω
εὐέργημα
View word page
εὐεργέτεια
εὐεργέτ-εια, ,
A). = εὐεργέτις , UPZ 81 ii 9 , 10 (iv B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐεργέτεια
Headword (normalized):
εὐεργέτεια
Headword (normalized/stripped):
ευεργετεια
IDX:
43833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐεργέτ-εια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐεργέτις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 81 ii 9 </span>, <span class="bibl"> 10 </span> (iv B. C.).</div> </div><br><br>'}