εὐεπής
εὐεπής, ές,(ἔπος)
A). melodious, φωνή Cyn. 13.16 ; euphonious, λέξις Comp. 22 ; ἁρμονία-εστέρα ibid. Adv.-πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις-έστατα ἔχουσα . 52.15
2). eloquent, εὐ. ἐν τῷ λέγειν Hsch. s.v. λιγύς .
3). making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP 11.24 (Antip.).