Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὔεξος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπέραστος
εὐεπήβολος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίβουλος
εὐεπίγνωστος
View word page
εὐεπήβολος
εὐεπ-ήβολος, ον, cf. εὐεπίβολος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐεπήβολος
Headword (normalized):
εὐεπήβολος
Headword (normalized/stripped):
ευεπηβολος
IDX:
43798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐεπ-ήβολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, cf. <span class="foreign greek">εὐεπίβολος</span>.</div><br><br>'}