Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξής
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὔεξος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπέραστος
εὐεπήβολος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
View word page
εὔεξος
εὔεξος· εὐφυής, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔεξος
Headword (normalized):
εὔεξος
Headword (normalized/stripped):
ευεξος
IDX:
43790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔεξος·</span> <span class="foreign greek">εὐφυής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}