Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξής
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὔεξος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
View word page
εὐεξέλκυστος
εὐεξ-έλκυστος, ον,
A). easily extracted, Heraclid.Tar. ap. Gal. 12 . 692 .


ShortDef

easily extracted

Debugging

Headword:
εὐεξέλκυστος
Headword (normalized):
εὐεξέλκυστος
Headword (normalized/stripped):
ευεξελκυστος
IDX:
43784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐεξ-έλκυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily extracted</span>, Heraclid.Tar. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12 </span>. <span class="bibl"> 692 </span>.</div> </div><br><br>'}