Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐέμβολος
εὐέμετος
εὐέμπρηστος
εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐἕν
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
View word page
εὐέντροπος
εὐέν-τροπος,
A). reverens, Gloss.


ShortDef

reverens

Debugging

Headword:
εὐέντροπος
Headword (normalized):
εὐέντροπος
Headword (normalized/stripped):
ευεντροπος
IDX:
43775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43776
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐέν-τροπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reverens,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}