Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
εὐέμετος
εὐέμπρηστος
εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐἕν
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
View word page
εὐἕν
εὐἕν, an exclamation
A). like εὔἁν, εὐοἵ , Hdn.Gr. 1.503 (nisi leg. εὐαἵ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐἕν
Headword (normalized):
εὐἕν
Headword (normalized/stripped):
ευεν
IDX:
43771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐἕν</span>, an exclamation <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> like <span class="ref greek">εὔἁν, εὐοἵ</span> , Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.503 </span> (nisi leg. <span class="foreign greek">εὐαἵ</span>).</div> </div><br><br>'}