Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὔελον
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
εὐέμετος
εὐέμπρηστος
εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐἕν
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
View word page
εὐέμφρακτος
εὐέμ-φρακτος
,
ον
,
A).
easily obstructed
,
Gal.
6.497
.
ShortDef
easily obstructed
Debugging
Headword:
εὐέμφρακτος
Headword (normalized):
εὐέμφρακτος
Headword (normalized/stripped):
ευεμφρακτος
IDX:
43770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43771
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐέμ-φρακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily obstructed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.497 </span>.</div> </div><br><br>'}