Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτία
εὐεκτικός
εὐεκτός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
εὐέλαιος
εὐέλατος
εὐέλεγκτος
εὐελίδης
εὐέλικτος
εὐέλιον
εὐελκής
εὔελκτος
εὔελον
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
View word page
εὐέλατος
εὐέλᾰτος
,
ον
,
A).
gloss on
εὐήλατος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐέλατος
Headword (normalized):
εὐέλατος
Headword (normalized/stripped):
ευελατος
IDX:
43753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43754
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐέλᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐήλατος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}