Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
εὐέκπλυτος
εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτία
εὐεκτικός
εὐεκτός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
εὐέλαιος
εὐέλατος
εὐέλεγκτος
εὐελίδης
εὐέλικτος
εὐέλιον
View word page
εὐεκτία
εὐεκτ-ία
,
ἡ
,
A).
=
εὐεξία
,
Archyt.
ap.
Stob.
3.1.110
,
112
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐεκτία
Headword (normalized):
εὐεκτία
Headword (normalized/stripped):
ευεκτια
IDX:
43747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43748
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐεκτ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐεξία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archyt.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 3.1.110 </span>, <span class="bibl"> 112 </span>.</div> </div><br><br>'}