Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐδοξία
εὔδοξος
εὔδουλος
εὐδρακής
εὐδράνεια
εὐδρανής
εὐδρομέω
εὐδρομία
εὐδρομίας
εὔδροσος
εὐδυκήμερος
εὐδύναμος
εὐδύνατος
εὐδυσώπητος
εὕδω
εὐδώρητος
εὔδωρος
Εὐδωσώ
εὐέανος
εὐέγρετος
εὐεγχής
View word page
εὐδυκήμερος
εὐδυκήμερος·
εὔστοχος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐδυκήμερος
Headword (normalized):
εὐδυκήμερος
Headword (normalized/stripped):
ευδυκημερος
IDX:
43705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43706
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδυκήμερος·</span> <span class="foreign greek">εὔστοχος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}