Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκιμία
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδόμητος
εὕδομος
εὐδοξέω
εὐδοξία
εὔδοξος
εὔδουλος
εὐδρακής
εὐδράνεια
εὐδρανής
εὐδρομέω
εὐδρομία
εὐδρομίας
View word page
εὕδομος
εὕδομος, Boeot. for ἕβδομος, BCH 21.558 (Thespiae).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὕδομος
Headword (normalized):
εὕδομος
Headword (normalized/stripped):
ευδομος
IDX:
43693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὕδομος</span>, Boeot. for <span class="foreign greek">ἕβδομος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 21.558 </span> (Thespiae).</div><br><br>'}