Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλά
ἀλλάγδην
ἀλλαγή
ἄλλαγμα
ἀλλαγμός
ἀλλάθαρον
ἀλλαθεάς
ἀλλακτέον
ἀλλακτικός
ἀλλακτός
ἀλλαμπᾶν
ἀλλανής
ἀλλάντιον
ἀλλαντοειδής
ἀλλαντοποιός
ἀλλαντοπωλέω
ἀλλαντοπώλης
ἀλλάξ
ἀλλάξιμα
ἄλλαξις
ἀλλᾶς
View word page
ἀλλαμπᾶν
ἀλλαμπᾶν· τὸν ἥλιον, οἱ δὲ ἐπιχειρίδιον (leg. -χωρ-) δαίμονα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλαμπᾶν
Headword (normalized):
ἀλλαμπᾶν
Headword (normalized/stripped):
αλλαμπαν
IDX:
4367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλαμπᾶν·</span> <span class="foreign greek">τὸν ἥλιον, οἱ δὲ ἐπιχειρίδιον</span> (leg. <span class="foreign greek">-χωρ-</span>)<span class="foreign greek"> δαίμονα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}