Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδιήγητος
εὐδικία
εὔδικος
εὐδινής
εὐδίνητος
εὐδινός
εὐδιόδευτος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὔδιον
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
View word page
εὐδιοποιέω
εὐδιοποιέω,
A). clear the sky, Gloss.


ShortDef

clear the sky

Debugging

Headword:
εὐδιοποιέω
Headword (normalized):
εὐδιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ευδιοποιεω
IDX:
43674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43675
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιοποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clear the sky,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}