Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὔδικος
εὐδινής
εὐδίνητος
εὐδινός
εὐδιόδευτος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὔδιον
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
View word page
εὔδιον
εὔδιον, τό,
A). v. εὐδίαιος 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔδιον
Headword (normalized):
εὔδιον
Headword (normalized/stripped):
ευδιον
IDX:
43673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐδίαιος</span> <span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}