Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὔδικος
εὐδινής
εὐδίνητος
εὐδινός
εὐδιόδευτος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὔδιον
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
View word page
εὐδιόδευτος
εὐδιόδ-ευτος, ον, = sq., Plu. in Hes. 13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐδιόδευτος
Headword (normalized):
εὐδιόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιοδευτος
IDX:
43670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιόδ-ευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Hes.</span> 13 </span>.</div><br><br>'}