Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδιάω
εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὔδικος
εὐδινής
εὐδίνητος
εὐδινός
εὐδιόδευτος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὔδιον
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
View word page
εὐδινός
εὐδῑν-ός, όν,
A). v. εὐδεινός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐδινός
Headword (normalized):
εὐδινός
Headword (normalized/stripped):
ευδινος
IDX:
43669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδῑν-ός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐδεινός</span> .</div> </div><br><br>'}