εὐδικία
εὐδῐκ-ία, Ion. -ιη, ἡ,(δίκη)
A). righteous dealing, righteousness, εὐδικίας ἀνέχῃσι ; 19.111 εὐδικίῃ righteously, ; 4.343 σύντροφος εὐδικίης IG 3.1151 ; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε .. πόλιας Epigr.Gr. 915 , cf. BCH 50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, Hom. p.43 O., , 1.664 . 2.781f