Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορέω
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
εὐδιάχυτος
εὐδιαχώρητος
εὐδιάω
εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὔδικος
εὐδινής
εὐδίνητος
εὐδινός
εὐδιόδευτος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὔδιον
View word page
εὐδίετος
εὐδίετος
,
ον
,(
διΐημι
)
A).
easily melting
,
Dsc.
1.19
.
ShortDef
easily melting
Debugging
Headword:
εὐδίετος
Headword (normalized):
εὐδίετος
Headword (normalized/stripped):
ευδιετος
IDX:
43663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43664
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδίετος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">διΐημι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily melting</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.19 </span>.</div> </div><br><br>'}