Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
View word page
εὐδιανόητος
εὐδιανόητος, ον,
A). of good understanding, Sm. 1 Ki. 25.3 .


ShortDef

of good understanding

Debugging

Headword:
εὐδιανόητος
Headword (normalized):
εὐδιανόητος
Headword (normalized/stripped):
ευδιανοητος
IDX:
43642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιανόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of good understanding</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">1 Ki.</span> 25.3 </span>.</div> </div><br><br>'}