Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
View word page
εὐδιανέμητος
εὐδιανέμητος, ον,
A). divisible, Gloss.


ShortDef

divisible

Debugging

Headword:
εὐδιανέμητος
Headword (normalized):
εὐδιανέμητος
Headword (normalized/stripped):
ευδιανεμητος
IDX:
43641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιανέμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divisible,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}