Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
View word page
εὐδιάναξ
εὐδῐάναξ [ᾰν],,
A). ruler of the calm, Luc. VH 1.15 .


ShortDef

ruler of the calm

Debugging

Headword:
εὐδιάναξ
Headword (normalized):
εὐδιάναξ
Headword (normalized/stripped):
ευδιαναξ
IDX:
43640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδῐάναξ</span> [<span class="foreign greek">ᾰν],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ruler of the calm</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 1.15 </span>.</div> </div><br><br>'}