Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐδιαίτερος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
View word page
εὐδιάλογος
εὐδιά-λογος
,
A).
=
εὐόμιλος
,
Suid.
,
Zonar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐδιάλογος
Headword (normalized):
εὐδιάλογος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαλογος
IDX:
43638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43639
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιά-λογος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐόμιλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}