Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτερος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
View word page
εὐδιάλειπτος
εὐδιά-λειπτος, ον,
A). intermittent, πῦρ Ps.- Plu. Vit.Hom. 105 (s.v.l.).


ShortDef

intermittent

Debugging

Headword:
εὐδιάλειπτος
Headword (normalized):
εὐδιάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαλειπτος
IDX:
43636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιά-λειπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intermittent</span>, <span class="foreign greek">πῦρ</span> Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.Hom.</span> 105 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}