Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
εὐδιάθετος
εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτερος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
View word page
εὐδιάκονος
εὐδιάκονος [ᾱ],
A). serving well, Hsch. s.v. ἀκόμης .


ShortDef

serving well

Debugging

Headword:
εὐδιάκονος
Headword (normalized):
εὐδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
ευδιακονος
IDX:
43632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιάκονος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">serving well</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀκόμης</span> .</div> </div><br><br>'}