Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐδιάγνωστος
εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
εὐδιάθετος
εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτερος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
View word page
εὐδιακόμιστος
εὐδιακόμιστος
,
ον
,
A).
easy to convey through
or
across
,
Hsch.
s.v.
ἀγχίπους
.
ShortDef
easy to convey through
Debugging
Headword:
εὐδιακόμιστος
Headword (normalized):
εὐδιακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ευδιακομιστος
IDX:
43631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43632
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιακόμιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easy to convey through</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">across</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀγχίπους</span> .</div> </div><br><br>'}