Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδιάβλητος
εὐδιαβόητος
εὐδιάβολος
εὐδιάγνωστος
εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
εὐδιάθετος
εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτερος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλογος
View word page
εὐδιαίτερος
εὐδιαίτερος, α, ον, irreg. Comp. of εὔδιος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐδιαίτερος
Headword (normalized):
εὐδιαίτερος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαιτερος
IDX:
43628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐδιαίτερος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, irreg. Comp. of <span class="foreign greek">εὔδιος</span> (q. v.).</div><br><br>'}