Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐδαιμονικός
εὐδαιμόνισμα
εὐδαιμονισμός
εὐδαιμονιστέον
εὐδαιμοσύνη
εὐδαίμων
εὐδάκρυτος
εὐδάκτυλος
Εὐδαλαγῖνες
Εὑδάνεμος
εὑδάνει
εὔδαος
εὐδάπανος
εὐδαρκής
εὐδείελος
εὐδεινός
εὐδειπνία
εὔδειπνος
εὔδεκτος
εὔδενδρος
εὐδερκής
View word page
εὑδάνει
εὑδάνει, prob.
A). f.l. for ἐνδαύει , Lyc. 1354 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὑδάνει
Headword (normalized):
εὑδάνει
Headword (normalized/stripped):
ευδανει
IDX:
43601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43602
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὑδάνει</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐνδαύει</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1354 </span>.</div> </div><br><br>'}