εὐβοσία
εὐβοσία, ἡ,
4). abundance, plenty, ἐν εὐ. ὑπάρχειν Inscr.Prien. 108.48 (ii B. C.); ἔθυον -βοσίαν γενέσθαι s.v. Ἀζανοί; ἵνα ὁ δῆμος ἐν εὐβοσίᾳ διαγένηται Supp.Epigr. 1.366.49 (Samos, iii B.C.); ἐξ ἁλός AP 11.199 ( ).
II). divinity worshipped in Asia Minor, Zeitschr.f. Numism. 7.223 (coin of Hierapolis); Σεβαστὴ Εὐ., of a deified Empress, IGRom. 4.654 (Acmonia): also spelt Εὐποσία (q. v.):—hence Εὐβοσιάρχης, ου, ὁ, official title (like Εὐθηνιάρχης), Papers of Amer. School 3 No. 317 ; cf. Εὐποσιάρχης.