Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλκί
ἀλκιβιάδειον
ἀλκιβιάδες
ἀλκίβιος
ἀλκίμαχος
ἀλκιμόβριθος
ἄλκιμος
ἀλκίφρων
ἀλκμαῖος
Ἀλκμανικός
ἀλκμαρές
ἀλκτήρ
ἀλκτήριος
ἀλκτήριον
ἀλκυόνειον
ἀλκυόνειος
ἀλκυονίς
ἀλκυών
ἀλλά
ἀλλάγδην
ἀλλαγή
View word page
ἀλκμαρές
ἀλκμαρές· ἰσχυρόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλκμαρές
Headword (normalized):
ἀλκμαρές
Headword (normalized/stripped):
αλκμαρες
IDX:
4349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλκμαρές·</span> <span class="foreign greek">ἰσχυρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}