Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
εὐαρχία
εὐαρχίζω
εὐαρχισμός
εὔαρχος
εὔας
εὐάς
εὐάσκεται
εὔασμα
εὐασμός
εὐάστειρα
εὐάστερος
εὐαστήρ
εὐαστής
εὐαστικός
εὐάτριος
εὐαυγής
εὐαυγία
View word page
εὐάσκεται
εὐάσκεται· εὐωδεῖται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάσκεται
Headword (normalized):
εὐάσκεται
Headword (normalized/stripped):
ευασκεται
IDX:
43470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐάσκεται·</span> <span class="foreign greek">εὐωδεῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}