Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐάρητος
εὐαρίθμητος
εὐαρίστως
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
εὐαρχία
εὐαρχίζω
View word page
εὐαρίστως
εὐαρίστως
, Adv., later spelling of
εὐαρέστως
,
IPE
12.107
(Olbia).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐαρίστως
Headword (normalized):
εὐαρίστως
Headword (normalized/stripped):
ευαριστως
IDX:
43455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43456
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐαρίστως</span>, Adv., later spelling of <span class="foreign greek">εὐαρέστως</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IPE</span> 12.107 </span> (Olbia).</div><br><br>'}