Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔαρ
εὐάρεσκος
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐάρητος
εὐαρίθμητος
εὐαρίστως
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
View word page
εὐάρητος
εὐάρητος ὄνειρος· εὔτακτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάρητος
Headword (normalized):
εὐάρητος
Headword (normalized/stripped):
ευαρητος
IDX:
43453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐάρητος</span> <span class="foreign greek">ὄνειρος· εὔτακτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}