εὐάρεστος
εὐᾰ/ρεστ-ος, ον,(ἀρέσκω)
A). wellpleasing, acceptable, τὸ ἀγαθὸν εὐ. Cleanth. 3.6 ; τινι Wi. 4.10 , , 2.69 2 Ep.Cor. 5.9 , etc.; τισι Ath.Mitt. 15.134 (Nisyrus); παρά τινι Wi. 9.10 ; ἐν τοῖς ἀναλώμασι Inscr.Prien. 114.15 (i B.C.): abs., ἀποδημία εὐ. ; 2.77 θέλημα τοῦ θεοῦ Ep.Rom. 12.2 ; χρῆσις pleasant, ap. ; 5.27.20 σύμμαχοι prob.in PHib. 1.15.26 ( Comp., iii B.C.); τὸ εὐ. . Adv.- 1.585 τως , ἔργον συνετέλεσεν IG 12(8).640.10 (Peparethus, ii B.C.): Comp.-οτέρως , διακεῖσθαί τινι Mem. 3.5.5 ( εὐαρεσκοτέρως codd.);- τως ἱερησάμενος SIG 708.20 (Istropolis, ii B.C.), cf IPE 12.94 (Olbia); λατρεύειν τῷ θεῷ Ep.Hebr. 12.28 .
II). choice, οἶνος, πυρός, PStrassb. 1.9 (vi A.D.), PFlor. 30.30 (iv A.D.).
III). according to taste, λαχανόσπερμον λαμβάνειν εὐ. PFay. 90.17 (iii A.D.).