Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐαπόπνοος
εὐαπόπτωτος
εὐαπόρρυτος
εὐαπόσβεστος
εὐαποσείστως
εὐαπόσπαστος
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὔαρ
εὐάρεσκος
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐάρητος
εὐαρίθμητος
View word page
εὐάρεσκος
εὐάρεσκος, v. sub εὐάρεστος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάρεσκος
Headword (normalized):
εὐάρεσκος
Headword (normalized/stripped):
ευαρεσκος
IDX:
43444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43445
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐάρεσκος</span>, v. sub <span class="foreign greek">εὐάρεστος</span>.</div><br><br>'}