Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐάξιος
εὐάξων
εὐαπάλλακτος
εὐαπαντησία
εὐαπάντητος
εὐαπάρτιστος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπόβλητος
εὐαπόδεικτος
εὐαπόδεκτος
εὐαπόδοτος
εὐαποκριτικός
εὐαπόκριτος
εὐαποκύλιστος
εὐαπολόγητος
εὐαπόλυτος
View word page
εὐαπήγητος
εὐαπήγητος, ον, Ion. for εὐαφήγητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐαπήγητος
Headword (normalized):
εὐαπήγητος
Headword (normalized/stripped):
ευαπηγητος
IDX:
43422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43423
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐαπήγητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">εὐαφήγητος</span>.</div><br><br>'}