Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐάνιος
εὐανορία
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐάξιος
εὐάξων
εὐαπάλλακτος
εὐαπαντησία
εὐαπάντητος
εὐαπάρτιστος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
εὐαπόβατος
εὐαπόβλητος
View word page
εὐάνωρ
εὐάνωρ [ᾱ],, Dor. for εὐήνωρ. εὐαξής,
A). v. εὐαυξής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάνωρ
Headword (normalized):
εὐάνωρ
Headword (normalized/stripped):
ευανωρ
IDX:
43414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐάνωρ</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐήνωρ</span>. <span class="orth greek">εὐαξής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐαυξής</span> .</div> </div><br><br>'}