Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐάνιος
εὐανορία
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐάξιος
εὐάξων
εὐαπάλλακτος
εὐαπαντησία
εὐαπάντητος
εὐαπάρτιστος
εὐαπάτητος
εὐαπήγητος
View word page
εὐαντόλως
εὐαντόλως,
A). correpte, Gloss. (dub. l.).


ShortDef

correpte

Debugging

Headword:
εὐαντόλως
Headword (normalized):
εὐαντόλως
Headword (normalized/stripped):
ευαντολως
IDX:
43412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐαντόλως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">correpte,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (dub. l.).</div> </div><br><br>'}