Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνεμος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐάνιος
εὐανορία
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάνωρ
εὐάξιος
εὐάξων
εὐαπάλλακτος
εὐαπαντησία
View word page
εὐανορία
εὐᾱνορία, , Dor. for εὐηνορία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐανορία
Headword (normalized):
εὐανορία
Headword (normalized/stripped):
ευανορια
IDX:
43408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐᾱνορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐηνορία</span>.</div><br><br>'}