Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐανάσειστος
Εὐάνασσα
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνεμος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐάνιος
εὐανορία
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
View word page
εὐάνεμος
εὐάνεμος [ᾱ], Dor. for εὐήνεμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐάνεμος
Headword (normalized):
εὐάνεμος
Headword (normalized/stripped):
ευανεμος
IDX:
43401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐάνεμος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐήνεμος</span>.</div><br><br>'}