Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐανάλωτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
Εὐάνασσα
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνεμος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
εὐάνιος
View word page
εὐανάτροφος
εὐανά-τροφος, ον,
A). well-fed, Sch. Lyc. 307 .


ShortDef

well-fed

Debugging

Headword:
εὐανάτροφος
Headword (normalized):
εὐανάτροφος
Headword (normalized/stripped):
ευανατροφος
IDX:
43397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐανά-τροφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well-fed</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 307 </span>.</div> </div><br><br>'}