Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐανάληπτος
εὐανάλυτος
εὐανάλωτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
Εὐάνασσα
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνεμος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
View word page
εὐανάτμητος
εὐανά-τμητος, ον,
A). easy to dissect, Gal. 2.454 .


ShortDef

easy to dissect

Debugging

Headword:
εὐανάτμητος
Headword (normalized):
εὐανάτμητος
Headword (normalized/stripped):
ευανατμητος
IDX:
43395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐανά-τμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easy to dissect</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.454 </span>.</div> </div><br><br>'}