Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐαναδιδάκτως
εὐανάδοτος
εὐανάκλητος
εὐανακόμιστος
εὐανάληπτος
εὐανάλυτος
εὐανάλωτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
Εὐάνασσα
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
εὐάνεμος
View word page
εὐανάσειστος
εὐανά-σειστος, ον,
A). easily excited, πρὸς τοῦ πάθους Phld. Ir. p.38 W.


ShortDef

easily excited

Debugging

Headword:
εὐανάσειστος
Headword (normalized):
εὐανάσειστος
Headword (normalized/stripped):
ευανασειστος
IDX:
43391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐανά-σειστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily excited</span>, <span class="quote greek">πρὸς τοῦ πάθους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ir.</span> p.38 </span> W.</div> </div><br><br>'}