Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐαναδιδάκτως
εὐανάδοτος
εὐανάκλητος
εὐανακόμιστος
εὐανάληπτος
εὐανάλυτος
εὐανάλωτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
Εὐάνασσα
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
View word page
εὐανάπειστος
εὐανά-πειστος,
A). credulus, Gloss.


ShortDef

credulus

Debugging

Headword:
εὐανάπειστος
Headword (normalized):
εὐανάπειστος
Headword (normalized/stripped):
ευαναπειστος
IDX:
43389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐανά-πειστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">credulus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}