Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐαλῶς
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐαμερία
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐαναδιδάκτως
εὐανάδοτος
εὐανάκλητος
εὐανακόμιστος
εὐανάληπτος
εὐανάλυτος
εὐανάλωτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
View word page
εὐαναδιδάκτως
εὐανα-διδάκτως, Adv.,
A). gloss on εὐανακλήτως , Suid., Zonar. 926 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐαναδιδάκτως
Headword (normalized):
εὐαναδιδάκτως
Headword (normalized/stripped):
ευαναδιδακτως
IDX:
43381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43382
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐανα-διδάκτως</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐανακλήτως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg3136.tlg001:926" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg3136.tlg001:926/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> 926 </a>.</div> </div><br><br>'}