Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐάλιος
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
εὐαλῶς
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐαμερία
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐαναδιδάκτως
εὐανάδοτος
εὐανάκλητος
εὐανακόμιστος
View word page
εὐαμερία
εὐ-ᾱμερία
,
εὐ-άμερος
, Dor. for
εὐημ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐαμερία
Headword (normalized):
εὐαμερία
Headword (normalized/stripped):
ευαμερια
IDX:
43374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43375
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐ-ᾱμερία</span>, <span class="orth greek">εὐ-άμερος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐημ</span>-.</div><br><br>'}