Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐάκουστος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλάκατος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐάλιος
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
εὐαλῶς
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐαμερία
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐαναδιδάκτως
View word page
εὐαλῶς
εὐαλῶς· εὐχερῶς θηρώμενος, Hsch. (leg.-άλωτος vel -αλής).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐαλῶς
Headword (normalized):
εὐαλῶς
Headword (normalized/stripped):
ευαλως
IDX:
43371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐαλῶς·</span> <span class="foreign greek">εὐχερῶς θηρώμενος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg.-<span class="itype greek">άλωτος</span> vel -<span class="itype greek">αλής</span>).</div><br><br>'}